-
1 τητάσθαι
-
2 τητᾶσθαι
-
3 τητάομαι
A to be in want,σὺ δὲ τητᾷ Hes.Op. 408
; τὸ τητᾶσθαι privation, S.El. 265; τητῶνται shd. be read for ἡττῶνται (or ἀπατῶνται ) in X.Cyr.8.4.33.2 elsewh. always c. gen., to be in want of, be deprived or bereft of,φίλων τατώμενος Pi.N.10.78
, cf. E.Hel. 274; [ἀνδρός], πατρός, νυμφίων, S.OC 1618, E.Heracl.24, Hec. 324;τῶν ἐμῶν τ. πρὸς τοῦ κακίστου S.Ph. 383
;ἀδέρκτων ὀμμάτων Id.OC 1200
;Ἑλλάδος τητώμενοι E.Heracl.31
; χορῶν τ. Id.El. 310;χαρμάτων τητώμεθα Id.Or. 1084
;ῥυθμοῦ τε καὶ ἁρμονίας Pl.Lg. 810b
; ;ἔργου Jul.Or.4.134c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τητάομαι
См. также в других словарях:
τητᾶσθαι — τητάομαι to be in want pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τητώμαι — και τατῶμαι, άομαι, Α 1. στερούμαι, υποφέρω από έλλειψη κάποιου πράγματος (α. «φίλων τατώμενος», Πίνδ. β. «oἱ γὰρ θανόντες χαρμάτων τητώμεθα», Ευρ.) 2. (το απαρμφτ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ τητᾱσθαι στέρηση, ένδεια, φτώχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., το… … Dictionary of Greek